- ποκοειδής
- ποκο-ειδής, ές,A like undressed wool: rough, crude,
ἔννοιαι Longin. 15.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔννοιαι Longin. 15.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκοειδής — ές, Α 1. αυτός που μοιάζει με πόκο, με ακατέργαστο έριο 2. άξεστος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκος «ακατέργαστο μαλλί» + ειδής*] … Dictionary of Greek
ποκοειδεῖς — ποκοειδής like undressed wool masc/fem acc pl ποκοειδής like undressed wool masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)